Χάουσα

Χάουσα
Αφρικανικός λαός σουδανικής φυλής, που ζει κυρίως στη Νιγηρία και μικρές μειονότητες στις δημοκρατίες Νίγηρα, Τσαντ και Καμερούν. Οι X. μιλούν δική τους γλώσσα, που γραφόταν ήδη από τον 14o αι. Αρχικά ήταν νομάδες βοσκοί, αλλά όταν εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν στα μέρη που κατέχουν σήμερα έγιναν μόνιμοι γεωργοί. Οργανώθηκαν σε πατριές συγκροτημένες με φεουδαρχική διάρθρωση και επέβαλαν τον πολιτισμό τους στους αυτόχθονες. Πριν ακόμα από τον 10o αι., χρησιμοποιώντας προπάντων το ιππικό, ίδρυσαν κράτη που βρίσκονταν διαρκώς σε πόλεμο μεταξύ τους. Τον 10o αι. τα κατέλαβε ο Άραβας στρατηγός Αμπού Γιαζίντ, ο οποίος προσπάθησε να τα εξισλαμίσει. Η διάδοση όμως της ισλαμικής θρησκείας και των μουσουλμανικών εθίμων άρχισε κυρίως μετά τον 14o αι. και περιορίστηκε στα μεγάλα κέντρα και μόνο μετά τον 18o αι. ο ισλαμισμός διαδόθηκε στους χωρικούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… …   Dictionary of Greek

  • Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… …   Dictionary of Greek

  • σουδανικές γλώσσες — Ομάδα αφρικανικών γλωσσών που τις μιλούν πενήντα περίπου εκατομμύρια άνθρωποι. Ο χώρος που καλύπτουν οι γλώσσες αυτές ορίζεται προς τα Β και προς τα Α από τις χαμιτο σημιτικές γλώσσες και προς τα Ν από τις γλώσσες της ομάδας μπαν τού. Σε αντίθεση …   Dictionary of Greek

  • διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… …   Dictionary of Greek

  • χαμιτοσημιτικός — ή, ό, Ν φρ. «χαμιτοσημιτικές γλώσσες» γλωσσ. οικογένεια συγγενών, γενετικά, γλωσσών τής βόρειας Αφρικής και τής Νοτιοανατολικής Ασίας, στην οποία ανήκουν η Αραβική, η Εβραϊκή, η Αμχαρική και η Χάουσα, αλλ. σημιτοχαμιτικές γλώσσες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”